- χαλκόλοφος
- χαλκό-λοφος, ον,A with bronze crest, Hsch. (s. v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκόλοφος — ον, Α πιθ. αυτός που έχει χάλκινο λοφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + λόφος (πρβλ. χρυσό λοφος)] … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek